ειδική θερμότητα ή ειδική θερμοχωρητικότητα — Η θερμοχωρητικότητα ανά μονάδα μάζας, δηλαδή το ποσό της θερμότητας που απαιτείται για την ανύψωση της θερμοκρασίας μιας μονάδας μάζας ενός υλικού κατά έναν βαθμό Κέλβιν. Στο διεθνές σύστημα μονάδων η ε.θ. μετριέται σε τζάουλ ανά χιλιόγραμμο και… … Dictionary of Greek
θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας … Dictionary of Greek
γάμμα (γ) — Το σύμβολο που χρησιμοποιείται για να δείξει τον λόγο των κύριων θερμοχωρητικοτήτων Cp/Cv ενός αερίου, όπου Cp η θερμοχωρητικότητα σε σταθερή πίεση και Cv η θερμοχωρητικότητα σε σταθερό όγκο. Αν χρησιμοποιήσουμε τον νόμο ισοκατανομής της… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
Ντιλόνγκ-Πετί, νόμος — Η θερμοχωρητικότητα υπό σταθερό όγκο ενός κρυσταλλικού στερεού σώματος είναι ανεξάρτητη της θερμοκρασίας. Ποσοτικά δίνεται από τη σχέση: CV=3nR όπου n ο αριθμός των γραμμομορίων του σώματος και R η παγκόσμια σταθερά των αερίων. Σύμφωνα λοιπόν με… … Dictionary of Greek
θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… … Dictionary of Greek
θερμόφωνο — Πηγή ηχητικών κυμάτων που αποτελείται από ένα λεπτό μεταλλικό έλασμα με πολύ μικρή θερμοχωρητικότητα, τοποθετημένο ανάμεσα σε δύο ακροδέκτες. Μέσα στο έλασμα αυτό διοχετεύεται εναλλασσόμενο ρεύμα που προκαλεί περιοδικές μεταβολές στη θερμοκρασία… … Dictionary of Greek